ιάνθινος

ιάνθινος
-η, -ο (Α ἰάνθινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει το χρώμα τού ίου
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη
ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας janthinidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος προέρχεται υποχωρητικά η λ. ίανθος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. janthina «ιανθίνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰάνθινον — ἰάνθινος violet coloured masc acc sg ἰάνθινος violet coloured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ίανθος — το (ΑΜ ἴανθος) τα άνθη τού φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάνθινος] …   Dictionary of Greek

  • ιανθινόσωμα — το δίπτερο νηματόκερο έντομο τής οικογένειας culicidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. janthinosoma < janthino (πρβλ. ιάνθινος) + soma (πρβλ. σώμα)] …   Dictionary of Greek

  • τυριάνθινος — και τυριάντινος, ίνη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας τής Τύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tyrianthinus «Τύριος ιάνθινος, πορφυρόβαπτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”