- ιάνθινος
- -η, -ο (Α ἰάνθινος, -ίνη, -ον)αυτός που έχει το χρώμα τού ίουνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνηζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας janthinidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος προέρχεται υποχωρητικά η λ. ίανθος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. janthina «ιανθίνη»].
Dictionary of Greek. 2013.